- ὁλοκλήρῳ
- ὁλόκληροςcompletemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολοκληρώ — (I) ὁλοκληρῶ, έω (Α) [ολόκληρος] είμαι υγιής, βρίσκομαι σε καλή υγεία. (II) ὁλοκληρῶ, όω (Μ) βλ. ολοκληρώνω … Dictionary of Greek
ὁλοκλήρωι — ὁλοκλήρῳ , ὁλόκληρος complete masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοκλήρωση — η (Α ὁλοκλήρωσις) [ολοκληρώ (II)] νεοελλ. 1. η συμπλήρωση κενών ή ελλείψεων, η συμπλήρωση ενός πράγματος, η τελείωση, η συναποτέλεση 2. μαθ. η πράξη με την οποία βρίσκουμε το ολοκλήρωμα μιας συνάρτησης ή μιας διαφορικής εξίσωσης αρχ. η πλήρης… … Dictionary of Greek
ολοκληρώνω — (Μ ὁλοκληρῶ, όω) [ολόκληρος] συμπληρώνω κάτι που έχει ελλείψεις, καθιστώ κάτι πλήρες, τέλειο, ολόκληρο, αποτελειώνω … Dictionary of Greek
ολόκληρος — η, ο (ΑΜ ολόκληρος, ον) 1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.) 2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά… … Dictionary of Greek